Αρχική σελίδα

 


ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ


 Καύχημα του Εξαπλατάνου είναι ο λογοτέχνης  Μενέλαος Λουντέμης, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του  Δημήτρη Βαλασιάδη, παρμένο από το όνομα του  ποταμού Λουδία  (Ludias).
 Ο Δημήτρης Βαλασιάδης γεννήθηκε το 1912 στο χωριό  Αγία Κυριακή της μικρασιατικής Γιάλοβας. Η οικογένειά  του ήταν εύπορη, αλλά ξέπεσε απότομα σε κατάσταση  έσχατης φτώχειας. Ήταν το μοναδικό αγόρι της οικογένειάς του, η οποία είχε συνολικά πέντε παιδιά, τέσσερα κορίτσια και ένα αγόρι, το Δημήτρη. Γονείς του ήταν ο Γρηγόρης Μπαλάσογλου (που στον Εξαπλάτανο έγινε Βαλασιάδης) και η Δόμνα Τσουφλίδη. Πολύ μικρός γνώρισε το δράμα της προσφυγιάς. Ξεριζωμένος από τη μικρασιατική πατρίδα εγκαταστάθηκε με τους δικούς του στον Εξαπλάτανο. Στα Δημοτολόγια του Εξαπλατάνου φέρεται γεννημένος το 1911. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στον Εξαπλάτανο. Από το 1925 φοίτησε στο εξατάξιο Γυμνάσιο της Έδεσσας μέχρι το Γενάρη του 1929, που μαθητής της Δ΄ τάξης απεσύρθη, όπως σημειώνεται στο Γενικό Έλεγχο του σχολείου. Μικρός μαθητής, εργαζόταν τα καλοκαίρια στα βλαχοχώρια της άνω Αλμωπίας κάνοντας το δάσκαλο. Για την επιβίωσή του έγινε ακόμη λαντζέρης, λούστρος,   ψάλτης, υπάλληλος σε γραφείο και  αρχιεργάτης στα τεχνικά έργα του Γαλλικού ποταμού.
Έφυγε οριστικά από το χωριό του, τον Εξαπλάτανο, το 1932 με μια βαλίτσα γεμάτη χειρόγραφα, ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα. Ήταν το ξεκίνημα του ανηφορικού δρόμου για την κατάκτηση της δόξας. Πήγε πρώτα στην Κοζάνη, όπου έμεινε σε οικοτροφείο. Μετά, ακολουθώντας έναν λαϊκό θίασο βρέθηκε στο Βόλο. Εκεί δούλεψε κοντά σ’ ένα δικηγόρο για δύο χρόνια (1937-38), στη γραφομηχανή του οποίου έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα.  Στην Αθήνα, γνωστός πια στον λογοτεχνικό κόσμο, έγινε φίλος του καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής Νικόλαου Βέη, με τη μεσολάβηση του οποίου παρακολούθησε ως ακροατής όλα τα μαθήματα της Φιλοσοφικής Αθηνών. Καθώς είχε αποβληθεί από όλα τα Γυμνάσια της χώρας, δεν είχε τα τυπικά χαρτιά για κανονική εγγραφή και φοίτηση.



Σωματικά ο Λουντέμης ήταν αδύναμος, ελαφρά κουτσός (μια πληγή δεμένη σε γύψο, που άργησε να βγει, άφησε ατροφικό το ένα του πόδι) με ωραίο πρόσωπο. Είχε όμως προμηθεϊκή σπίθα στην ψυχή του, που τη φλόγιζε απύθμενη φιλοδοξία. Έλεγε και ξανάλεγε στους δικούς του: «Εγώ θα γίνω συγγραφέας, θα δοξαστώ στην Ελλάδα!». Αποτελεί μοναδικό φαινόμενο αυτοδίδακτου και αυτοδημιούργητου συγγραφέα στα γράμματά μας. Προικισμένος με γνήσιο πολύπλευρο ταλέντο και μεγάλη ακαταμάχητη θέληση κατόρθωσε όσο κανείς άλλος να κατανικήσει τα εμπόδια και τα χτυπήματα της αχάρητης ζωής του. Δούλεψε κάτω από συνθήκες που μόνο ένα δυνατό ταλέντο σαν το δικό του θα μπορούσε να αντιμετωπίσει, χωρίς  να καμφθεί. Γνώρισε διώξεις, εξορίες, ζωή παρανομίας από σπίτι σε σπίτι, αρρώστιες, δίκη για εσχάτη προδοσία, καταδίκη σε θάνατο και δεκαοχτώ χρόνια αναγκαστικής εξορίας στη Ρουμανία, όπου νοσταλγούσε πάντα την πατρίδα, «ένα ελληνικό καφεδάκι…μια ρετσίνα….».
Μέσα στα σαράντα περίπου χρόνια της συγγραφικής του δραστηριότητας ο Λουντέμης έδωσε έργο τεράστιο σε ποσότητα και ποιότητα. Τα πρώτα του έργα τα έγραψε στον Εξαπλάτανο το 1927 και 1928 και τα υπέγραφε με το πραγματικό του όνομα, Τάκης Βαλασιάδης. Πρόκειται για συλλογές ποιημάτων που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα της Έδεσσας Αγροτική Ιδέα. Χρησιμοποίησε το ψευδώνυμό του για πρώτη φορά το 1934 στο διήγημα «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια». Ορισμένα δείγματα του τεράστιου έργου του είναι: «Τα πλοία δεν άραξαν» 1943, «Γλυκοχάραμα» 1944, «Αυτοί που φέρανε την καταχνιά» 1946, «Συννεφιάζει» 1947, «Οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος» 1956.
Χαρακτηριστική για το μαχητή συγγραφέα και το έργο του είναι η  κατάθεση του λογοτέχνη Στρατή Δούκα στη δίκη του Λουντέμη το 1956: «Ο Λουντέμης, κύριοι, δεν ήταν από κείνους τους συγγραφείς  που συμβουλεύουν από απόσταση ασφαλείας τους άλλους. Δεν είναι από κείνους που ετοιμάζουν και δείχνουν τους στίβους. Είναι συγγραφέας μαχητής που δεν αρκέστηκε, όταν  η πατρίδα μας στέναζε κάτω από το φασιστικό ζυγό,να μας δείξει τα “μαρμαρένια αλώνια”,αλλά καβάλησε ο ίδιος το άτι του και μπήκε στη μάχη, για να μας δείξει πώς παλεύουν τα παλικάρια… Το έργο του μύριζε πάντα μπαρούτη. Kανονιοβολούσε τους εκμεταλλευτές του λαού και υπεράσπιζε τους φτωχούς και τους κατατρεγμένους. Πάντα τάχτηκε με το μέρος των αδικημένων και των αβόλευτων. Είναι ένας συγγραφέας καθαρά λαϊκός. Μπήκε στις φτωχογειτονιές και στους τόπους δουλειάς, συναντήθηκε με τους ανθρώπους του μόχθου, ζυμώθηκε μ’αυτούς και έγραψε με πολλή αγάπη για κείνους που δημιουργούν τα πάντα σ’αυτόν τον κόσμο, μα που δε χόρτασαν ποτέ ούτε το ψωμί».
Υπήρξε καρδιακός φίλος του Άγγελου Σικελιανού, του Κώστα Βάρναλη και του Μιλτιάδη Μαλακάση. Τιμήθηκε με το μέγα κρατικό βραβείο πεζογραφίας το 1938 και με τη Χρυσή Δάφνη Πανευρώπης στο Παρίσι το 1951. Στο Βουκουρέστι, όπου έζησε εξόριστος, τιμήθηκε με την ανέγερση Λουντέμιου Μέγαρου.

Ο θάνατος του συγγραφέα ήταν ξαφνικός και γρήγορος. Πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 22 Γενάρη 1977, μόλις ένα χρόνο από την επάνοδό του στην πατρίδα. Ενταφιάστηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Μοναδικό του παιδί είναι η κόρη του Μυρτώ, που ζει στην Αθήνα.

 

 

 


© 2006 Γ.Λ. Εξαπλατάνου, επιμέλεια ιστοσελίδας: Θόδωρος Λ. Καρτσιώτης