ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ
Ρωμαϊκοί Χρόνοι
Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους η Αλμωπία ανήκε στη μερίδα της Πέλλας και φαίνεται ότι σ' αυτήν είχε διαμορφωθεί μια αριστοκρατική τάξη που απολάμβανε ανώτερο επίπεδο ζωής. Αυτό προκύπτει από ενδείξεις για πλούσιες επαύλεις, από τα λουτρά της εποχής (Λουτρά, Πρόμαχοι), τα αγάλματα, τις ενεπίγραφες πλάκες, τους εξαιρετικά φροντισμένους τάφους και το πλήθος των νομισμάτων. Από επιγραφή που βρέθηκε στον Πρόδρομο και διασώζει τη λέξη «.στρατευσάμενον» τεκμηριώνεται η συμμετοχή των νέων της Αλμωπίας στο ρωμαϊκό στρατό. Από άλλες πηγές μαθαίνουμε ότι υπηρετούσαν στην ισχυρότερη στρατιά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την Πέμπτη ρωμαϊκή λεγεώνα, και ονομάζονταν τσιντσάρι (Πεμπταίοι).
Βυζαντινοί Χρόνοι
Ο ιστορικός και γεωγράφος της εποχής του Ιουστινιανού Ιεροκλής (μέσα 6ου μ. Χ. αι.) δίνει την πρώτη πληροφορία για την Αλμωπία των Βυζαντινών χρόνων, η οποία αναφέρεται ως πόλη της Μακεδονίας Πρώτης, επαρχίας Ιλλυρικού, που διαιρέθηκε σε Ανατολικό και Δυτικό Ιλλυρικό μετά το χωρισμό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στα χρόνια του Θεοδοσίου του Μεγάλου. Ανάμεσα σε 31 πόλεις της Μακεδονίας πρώτης υπό τη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης αναφέρει την Πέλλα, την Έδεσσα και την Αλμωπία. Ως επαρχία, λοιπόν, του Ανατολικού Ιλλυρικού η Αλμωπία ακολούθησε τη μοίρα της Αυτοκρατορίας και η ιστορία της δύσκολα διακρίνεται από αυτήν της περιοχής Πέλλης και γενικότερα της Μακεδονίας.
Το 893 μ.Χ. οι Βούλγαροι με αρχηγό τον αυτοανακηρυχθέντα «τσάρο των Βουλγάρων και των Ρωμαίων» Συμεών κατακτούν την Αλμωπία, αλλά εκδιώκονται από τους Βυζαντινούς μετά το θάνατο του Συμεών το 927 μ.Χ. Ο νέος ηγεμόνας των Βουλγάρων Σαμουήλ επωφελούμενος από τις δυναστικές έριδες των Βυζαντινών μετά το θάνατο του Τσιμισκή (976) κατέκτησε πολλές περιοχές του Βυζαντίου, ανάμεσα σ' αυτές και την Αλμωπία. Εναντίον του ανέλαβε αγώνα επικό ο νέος αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος. Ο στρατηγός Νικηφόρος Ουρανός νικά το 996 το Σαμουήλ κοντά στο Σπερχειό ποταμό και ο πόλεμος στο εξής διεξάγεται στη Μακεδονία. Το 1015 ο Βασίλειος απελευθέρωσε την Έδεσσα κατανικώντας τη βουλγαρική φρουρά της πόλης. Κατά την περίοδο των εκστρατειών αυτών ο αυτοκράτορας διέμεινε κατ'επανάληψη με τα στρατεύματά του στην περιοχή Πέλλης και κυρίως στην Έδεσσα. Στο μεταξύ ο Σαμουήλ οργάνωσε την άμυνά του στην Αλμωπία οχυρώνοντας τα συνοριακά κάστρα Μογλενών και Ενωτίας. Το ίδιο έτος ο αυτοκράτορας ανέλαβε εκστρατεία εναντίον του και πολιόρκησε το φρούριο των Μογλενών. Οι ξακουστοί στρατηγοί Νικηφόρος Ξιφίας και Κωνσταντίνος Διογένης με επίλεκτες δυνάμεις διεύθυναν την επιχείρηση. Ενώ διαρκούσε η πολιορκία, έφτασε κι ο ίδιος ο Βασίλειος αναλαμβάνοντας την ηγεσία των στρατευμάτων του. Για να επιτύχει την άλωση, περικύκλωσε τις οχυρώσεις του κάστρου με τους δύο ποταμοβραχίονες του Αλμωπαίου (Μογλενίτσας) και υπέσκαψε τα θεμέλιά του, τα οποία γέμισε με εύφλεκτες ύλες. Κατόπιν έβαλε φωτιά και με την ανατίναξη δημιούργησε ρήγματα και έτσι κατέλαβε το κάστρο. Ο σύγχρονος με τα γεγονότα ιστορικός Κεδρηνός περιγράφει την εκστρατεία του Βουλγαροκτόνου στη χώρα των Μογλενών και την κατάληψη της ομώνυμης πόλης: «.τον πατρίκιον Νικηφόρον τον Ξιφίαν και Κωνσταντίνον τον Διογένην, μετά τον Βοτανειάτην στρατηγόν γενονότα Θεσσαλονίκης, μετά δυνάμεως εκπέμπει εν τη χώρα των Μογλένων ων την πάσαν ληϊσαμένην εκείνην γης και την πόλιν πολιορκούντων, έφθασε και ο βασιλεύς, και τον παραρρέοντα τη πόλει μετοχετεύσας ποταμόν και τα θεμέλια των τειχών υπορύξας και ξύλα και εύπρηστον ύλην υποβαλών τοις ορύγμασι και πυρ εμβαλών, της ύλης καταπρησθείσης κατέστρεψε το τείχος».
Με την κατάληψη και του φρουρίου «Ενώτια, γειτονούν τοις Μογλένοις» απελευθερώθηκε όλη η περιοχή.
Σ'αυτή τη σχετικά βραχύβια κυριαρχία των Βουλγάρων οφείλονται τα σλαβικά τοπωνύμια Μογλενά, Σούμπουτσκο, Στράιστα κ.λ.π., τα οποία κράτησαν οι Βυζαντινοί στα κατοπινά χρόνια και εξελληνισμένα έφτασαν ως τις μέρες μας. Τα αναφερόμενα για πρώτη φορά από τον Κεδρηνό Μογλενά ταυτίζονται με τη σημερινή Χρυσή ( Μογλενά < μίγκλα = μούχλα, ομίχλη ).
Η χώρα των Μογλενών καταλαμβάνεται το 1082 μ.Χ. από τους Νορμανδούς. Ο αρχηγός τους Βοημούνδος, μετά την άλωση πολλών φρουρίων της αυτοκρατορίας, κατέλαβε και τα Μογλενά και «ανέγειρε καστέλλιόν τι προ χρόνου ερειπωθέν». Πρόκειται για το κάστρο της Χρυσής που καταστράφηκε από το Βασίλειο και έμεινε έκτοτε ερειπωμένο. Η αντίδραση του Βυζαντίου υπήρξε αστραπιαία. Αμέσως ο μέγας δομέστιχος Γρηγόριος Πακουριανός ανακατέλαβε τα Μογλενά «παραυτίκα ερειπώσας τελείως το καστέλλιον» (Άννα Κομνηνή, ιστορικός τέλους 11ου αι.).
Το 1086 η Αλμωπία αναφέρεται για πρώτη φορά ως θέμα Μογλενών. Επομένως, τουλάχιστον από τότε εδώ έδρευε βυζαντινός στρατιωτικός διοικητής που είχε στα χέρια του και την πολιτική εξουσία.
Αυτή την περίοδο εγκαθίστανται στην Αλμωπία οι Κομάνοι που λέγονταν και Πολόφσκοι. Ήταν λαός άγριος και πολεμικός και φυλετικά συγγένευε με τους Τούρκους. Για λίγο υπήρξαν σύμμαχοι του Βυζαντίου, αλλά επαναστάτησαν στα 1094,1095. Τους υπέταξε ο Αλέξιος Α΄Κομνηνός. Τους ξανασυναντάμε αργότερα στις πηγές ( 1181,1184 ) ασχολούμενους με την κτηνοτροφία και τη γεωργία έχοντας και την ιδιότητα του στρατιώτη προνοιάριου.
Το 1122 το Βυζάντιο εγκατέστησε στην Αλμωπία τους Πετσενέγκους ή Πατσινάκες, λαό τουρανικής καταγωγής, συγγενικό προς τους Κομάνους, με τους οποίους είχε την ίδια γλώσσα και ο οποίος ζούσε ημινομαδικό βίο. Το 1204 η περιοχή περνά στην κυριαρχία των Φράγκων και αναφέρεται ως θέμα Μολύσκου και Μογλένων. Στα 1205 καταλαμβάνεται από τον Βούλγαρο ηγεμόνα Ιωαννίτζη κι αμέσως μετά περνά στην κυριαρχία του Θεόδωρου Κομνηνού Δούκα. Το1230 κατακτάται από τον Ιωάννη Ασάν Β΄. Από το 1246 περιέρχεται στην κυριαρχία του Ιωάννη Γ΄Βατάτζη. Στην εφταετία 1343-1350 η περιοχή γνώρισε την κατοχή των Σέρβων υπό το Στέφανο Ντουσάν. Την απάλλαξε προσωρινά ο ίδιος ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός το 1350, αφού ανακατέλαβε την Έδεσσα και το φρούριο της Νότιας. Το 1351 οι Σέρβοι την ανακαταλαμβάνουν, αλλά ο Καντακουζηνός τους εκδιώκει οριστικά το 1360. Ήδη όμως έκανε την εμφάνισή του νέος τρομερός εχθρός, οι Τούρκοι.